καινοσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainoschimon
|Transliteration C=kainoschimon
|Beta Code=kainosxh/mwn
|Beta Code=kainosxh/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, = foreg., <span class="bibl">Id.1479.57</span>, Sch.rec.<span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 1398</span>.
|Definition=καινοσχήμον, gen. ονος, = [[καινοσχημάτιστος]] ([[newly formed]], [[strangely formed]]), Id. 1479.57, Sch. rec. [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 1398.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοσχήμων''': -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· [[μάλιστα]] καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - [[προσέτι]], καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, [[εὐρύοπα]] Ζεύς, καινοσχημάτιστος [[ἐκείνη]] [[εὐθεῖα]] Εὐστ. 141. 32.
|lstext='''καινοσχήμων''': -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· [[μάλιστα]] καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - [[προσέτι]], καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, [[εὐρύοπα]] Ζεύς, καινοσχημάτιστος [[ἐκείνη]] [[εὐθεῖα]] Εὐστ. 141. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινοσχήμων]], -όσχημον (AM)<br />(μόνο στο ουδ.) <i>καινόσχημον</i><br />αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο [[σχήμα]] («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), [[πρβλ]]. [[ευσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοσχήμων Medium diacritics: καινοσχήμων Low diacritics: καινοσχήμων Capitals: ΚΑΙΝΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: kainoschḗmōn Transliteration B: kainoschēmōn Transliteration C: kainoschimon Beta Code: kainosxh/mwn

English (LSJ)

καινοσχήμον, gen. ονος, = καινοσχημάτιστος (newly formed, strangely formed), Id. 1479.57, Sch. rec. S.Aj. 1398.

German (Pape)

[Seite 1295] ον, od. καινόσχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοσχήμων: -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· μάλιστα καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - προσέτι, καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, εὐρύοπα Ζεύς, καινοσχημάτιστος ἐκείνη εὐθεῖα Εὐστ. 141. 32.

Greek Monolingual

καινοσχήμων, -όσχημον (AM)
(μόνο στο ουδ.) καινόσχημον
αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευσχήμων, μεγαλοσχήμων].