ευσχήμων
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
εὐσχήμων, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση
2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά
3. πρόκριτος, προύχοντας, ευκατάστατος («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμων βουλευτής»)
4. έντιμος και σεβαστός, αξιοσέβαστατος
5. εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο ευπρεπής και σοβαρός
6. το ουδ. ως ουσ. τo εὔσχημον
η ευσχημοσύνη.
επίρρ...
εὐσχημόνως (ΑΜ)
με ευσχημοσύνη, με ευπρέπεια και κοσμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. ετεροσχήμων, μεγαλοσχήμων].