φρενοδινής: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρενοδῑνής''': -ές, ὁ κάμνων τὸν νοῦν νὰ περιστρέφηται, νὰ ἰλιγγιᾷ, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 109. | |lstext='''φρενοδῑνής''': -ές, ὁ κάμνων τὸν νοῦν νὰ περιστρέφηται, νὰ ἰλιγγιᾷ, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 109. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), [[πρβλ]]. [[αἰθεροδινής]], [[ταχυδινής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 9 May 2023
German (Pape)
[Seite 1304] ές, den Geist im Kreise drehend und schwindlich machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοδῑνής: -ές, ὁ κάμνων τὸν νοῦν νὰ περιστρέφηται, νὰ ἰλιγγιᾷ, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 109.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μτφ. αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -δινής (< δίνη), πρβλ. αἰθεροδινής, ταχυδινής].