κεφαλοκρούστης: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalokroystis
|Transliteration C=kefalokroystis
|Beta Code=kefalokrou/sths
|Beta Code=kefalokrou/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κρανοκολάπτης]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>763</span>.</span>
|Definition=κεφαλοκρούστου, ὁ, = [[κρανοκολάπτης]], Sch.Nic.''Th.''763.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλοκρούστης''': -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, [[ὄνομα]] εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ [[κρανοκολάπτης]], Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.
|lstext='''κεφᾰλοκρούστης''': -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, [[ὄνομα]] εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ [[κρανοκολάπτης]], Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλοκρούστης]], ὁ (Α)<br />[[κρανοκολάπτης]]. [[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούστης]] <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[ζυγοκρούστης]], [[κυμβαλοκρούστης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοκρούστης Medium diacritics: κεφαλοκρούστης Low diacritics: κεφαλοκρούστης Capitals: ΚΕΦΑΛΟΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kephalokroústēs Transliteration B: kephalokroustēs Transliteration C: kefalokroystis Beta Code: kefalokrou/sths

English (LSJ)

κεφαλοκρούστου, ὁ, = κρανοκολάπτης, Sch.Nic.Th.763.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, den Kopf stechend, eine Art Phalangium, Schol. Nic. Ther. 764, sonst κρανοκολάπτης.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοκρούστης: -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, ὄνομα εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ κρανοκολάπτης, Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.

Greek Monolingual

κεφαλοκρούστης, ὁ (Α)
κρανοκολάπτης. είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγοκρούστης, κυμβαλοκρούστης].