κέντο: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kento | |Transliteration C=kento | ||
|Beta Code=ke/nto | |Beta Code=ke/nto | ||
|Definition=Dor.for | |Definition=Dor. for [[κέλετο]], Alcm.141. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέντο''': Δωρ. ἀντὶ κέλετο, πρβλ. [[γέντο]], [[ἦνθον]], Ἀλκμὰν 117. | |lstext='''κέντο''': Δωρ. ἀντὶ κέλετο, πρβλ. [[γέντο]], [[ἦνθον]], Ἀλκμὰν 117. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=παραδοσιακή ιαπωνική [[τεχνική]] ξιφομαχίας με ξύλινα [[ξίφη]] που έχει την προέλευσή της στις μεθόδους με τις οποίες αγωνίζονταν οι [[σαμουράι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. for κέλετο, Alcm.141.
German (Pape)
[Seite 1418] = κέλετο, Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
κέντο: Δωρ. ἀντὶ κέλετο, πρβλ. γέντο, ἦνθον, Ἀλκμὰν 117.
Greek Monolingual
παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική ξιφομαχίας με ξύλινα ξίφη που έχει την προέλευσή της στις μεθόδους με τις οποίες αγωνίζονταν οι σαμουράι.