μεγαλόδους: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalodous | |Transliteration C=megalodous | ||
|Beta Code=megalo/dous | |Beta Code=megalo/dous | ||
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, | |Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[with large teeth]], ''Glossaria'' on [[ἀργιόδους]], ''EM'' 137.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλόδους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους ὀδόντας, Ἐτυμ. Μέγ. 137. 6. | |lstext='''μεγᾰλόδους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους ὀδόντας, Ἐτυμ. Μέγ. 137. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[μεγαλόδους]], -οντος)<br />αυτός που έχει μεγάλα δόντια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μεγαλόδους]]<br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ὀδούς]], -<i>όντος</i> ([[πρβλ]]. [[λευκόδους]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, with large teeth, Glossaria on ἀργιόδους, EM 137.6.
German (Pape)
[Seite 106] οντος, großzahnig, E. M. 137, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους ὀδόντας, Ἐτυμ. Μέγ. 137. 6.
Greek Monolingual
ο, η (Α μεγαλόδους, -οντος)
αυτός που έχει μεγάλα δόντια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλόδους
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ὀδούς, -όντος (πρβλ. λευκόδους)].