πονηρόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ponirofthalmos
|Transliteration C=ponirofthalmos
|Beta Code=ponhro/fqalmos
|Beta Code=ponhro/fqalmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with evil</b> (i.e. <b class="b2">envious) eye</b>, Al.<span class="title">Pr.</span>23.6.</span>
|Definition=πονηρόφθαλμον, [[with evil]] (i.e. envious) eye, Al.''Pr.''23.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πονηρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., [[ἔνθα]] νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
|lstext='''πονηρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., [[ἔνθα]] νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο [[μάτι]], αυτός που το [[βλέμμα]] του ματιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), [[πρβλ]]. [[φοβερόφθαλμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφθαλμος Medium diacritics: πονηρόφθαλμος Low diacritics: πονηρόφθαλμος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: ponēróphthalmos Transliteration B: ponērophthalmos Transliteration C: ponirofthalmos Beta Code: ponhro/fqalmos

English (LSJ)

πονηρόφθαλμον, with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.

German (Pape)

[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερόφθαλμος].