νάσσα: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νάσσα
|Medium diacritics=νάσσα
|Low diacritics=νάσσα
|Capitals=ΝΑΣΣΑ
|Transliteration A=nássa
|Transliteration B=nassa
|Transliteration C=nassa
|Beta Code=na/ssa
|Definition=[[νάσσατο]], v. [[ναίω]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[ναίω]]¹.
}}
{{pape
|ptext=aor. act. zu [[ναίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νάσσα:''' (= [[ἔνασσα]]) aor. к [[ναίω]] I.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νάσσα''': νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. [[ναίω]].
|lstext='''νάσσα''': νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. [[ναίω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ναίω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και [[οπωσδήποτε]] από το ηώκαινο έως [[σήμερα]], που περιλαμβάνει [[πολλά]] υπογένη με όστρακο παχύ σε [[σχήμα]] κωνικής [[σπείρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>nassa</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nassa</i> «αλιευτικό [[καλάθι]]»].<br /> <b>(II)</b><br />νᾱσσα, ἡ (Α)<br />(<b>βοιωτ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νῆττα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νάσσα:''' Επικ. αντί [[ἔνασσα]], αόρ. αʹ του [[ναίω]]<br /><b class="num">Α.</b> II. <i>-νάσσατο</i>, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάσσα Medium diacritics: νάσσα Low diacritics: νάσσα Capitals: ΝΑΣΣΑ
Transliteration A: nássa Transliteration B: nassa Transliteration C: nassa Beta Code: na/ssa

English (LSJ)

νάσσατο, v. ναίω.

French (Bailly abrégé)

v. ναίω¹.

German (Pape)

aor. act. zu ναίω.

Russian (Dvoretsky)

νάσσα: (= ἔνασσα) aor. к ναίω I.

Greek (Liddell-Scott)

νάσσα: νάσσατο, ἴδε ἐν λέξ. ναίω.

English (Autenrieth)

see ναίω.

Greek Monolingual

(I)
η
ζωολ. γένος κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και οπωσδήποτε από το ηώκαινο έως σήμερα, που περιλαμβάνει πολλά υπογένη με όστρακο παχύ σε σχήμα κωνικής σπείρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nassa < νεολατ. nassa < λατ. nassa «αλιευτικό καλάθι»].
(II)
νᾱσσα, ἡ (Α)
(βοιωτ. τ.) βλ. νῆττα.

Greek Monotonic

νάσσα: Επικ. αντί ἔνασσα, αόρ. αʹ του ναίω
Α. II. -νάσσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.