ἱππωνία: Difference between revisions
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ipponia | |Transliteration C=ipponia | ||
|Beta Code=i(ppwni/a | |Beta Code=i(ppwni/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[ἱππωνίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[buying of horses]], Id.''Eq.Mag.''1.12 (with [[varia lectio|v.l.]] [[ἱππωνεία]], which is found in codd. of ''Eq.''1.1,3.1), Poll.1.182.<br><span class="bld">II</span> [[tax on sale of horses]], ''SIG''4 (Cyzicus, vi B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππωνία''': ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, | |lstext='''ἱππωνία''': ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, Πολυδ. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία [[εἶναι]] πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἱππωνία]], ιων. τ. [[ἱππωνίη]])<br />η [[προμήθεια]] ίππων, η [[αγορά]] ίππων, [[κυρίως]] για τον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[φόρος]] για την [[πώληση]] ίππων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[βοωνία]], [[ελαιωνία]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. ἱππωνίη, ἡ,
A buying of horses, Id.Eq.Mag.1.12 (with v.l. ἱππωνεία, which is found in codd. of Eq.1.1,3.1), Poll.1.182.
II tax on sale of horses, SIG4 (Cyzicus, vi B.C.).
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, = ἱππωνεία, Poll. 1, 182.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππωνία: ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, Πολυδ. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
Greek Monolingual
η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη)
η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό
αρχ.
φόρος για την πώληση ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῦμαι), πρβλ. βοωνία, ελαιωνία].