λιπόκρεως: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λιπόκρεως | |||
|Medium diacritics=λιπόκρεως | |||
|Low diacritics=λιπόκρεως | |||
|Capitals=ΛΙΠΟΚΡΕΩΣ | |||
|Transliteration A=lipókreōs | |||
|Transliteration B=lipokreōs | |||
|Transliteration C=lipokreos | |||
|Beta Code=lipo/krews | |||
|Definition=ων, gen. ω, [[losing flesh]], i.e. [[wasted]], [[thin]], Suid.; acc. pl. λ(ε)ιποκρέους in Tz. ''H.'' 11.60; neut. pl. -κρεα Phlp. ''in GA'' 200.22. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπόκρεως''': -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183. | |lstext='''λῐπόκρεως''': -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπόκρεως]], -ων (AM)<br /> αυτός που χάνει το [[κρέας]] του, που γίνεται [[ισχνός]], που αδυνατίζει.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρέας]]), [[πρβλ]]. [[δίκρεως]], [[ηδύκρεως]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ων, gen. ω, losing flesh, i.e. wasted, thin, Suid.; acc. pl. λ(ε)ιποκρέους in Tz. H. 11.60; neut. pl. -κρεα Phlp. in GA 200.22.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόκρεως: -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος ἰσχνός, ἀδύνατος, Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
Greek Monolingual
λιπόκρεως, -ων (AM)
αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -κρεως (< κρέας), πρβλ. δίκρεως, ηδύκρεως].