Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιμενάρχης: Difference between revisions

From LSJ
(6_23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιμενάρχης''': καὶ -αρχος, ου, ἄρχων, [[ἡγούμενος]] τῶν ποιμένων, [[ἐπίσκοπος]], Ἐκκλ.˙ ― [[ἐντεῦθεν]] -αρχέω, -αρχία, ἡ, [[αὐτόθι]].
|lstext='''ποιμενάρχης''': καὶ -αρχος, ου, ἄρχων, [[ἡγούμενος]] τῶν ποιμένων, [[ἐπίσκοπος]], Ἐκκλ.˙ ― [[ἐντεῦθεν]] -αρχέω, -αρχία, ἡ, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ποιμέναρχος]], ο, ΝΜ<br />ο [[πνευματικός]] [[αρχηγός]] του εκκλησιαστικού ποιμνίου<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ηγούμενος]] τών πνευματικών ποιμένων, [[αρχιερέας]], [[επίσκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποιμήν]], -[[μένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> ([[πρβλ]]. [[εθνάρχης]], [[ναύαρχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:48, 9 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ποιμενάρχης: καὶ -αρχος, ου, ἄρχων, ἡγούμενος τῶν ποιμένων, ἐπίσκοπος, Ἐκκλ.˙ ― ἐντεῦθεν -αρχέω, -αρχία, ἡ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

και ποιμέναρχος, ο, ΝΜ
ο πνευματικός αρχηγός του εκκλησιαστικού ποιμνίου
μσν.
ο ηγούμενος τών πνευματικών ποιμένων, αρχιερέας, επίσκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -άρχης / -αρχος (πρβλ. εθνάρχης, ναύαρχος].