εθνάρχης
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
ο (AM ἐθνάρχης)
αρχηγός έθνους
νεοελλ.
θρησκευτικός, πνευματικός ή πολιτικός ηγέτης που αγωνίζεται για την απελευθέρωση υπόδουλου έθνους ή μέρους του ή ενσαρκώνει τα εθνικά ιδανικά και έχει κύρος σε όλο το έθνος και όχι σε μία μόνο παράταξη
μσν.
στρατηγός, αρχηγός μισθοφόρων στο Βυζάντιο
αρχ.
1. τίτλος Ιουδαίου άρχοντα
2. αυτός που εξουσιάζει τα έθνη.