δωρολήπτης: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doroliptis
|Transliteration C=doroliptis
|Beta Code=dwrolh/pths
|Beta Code=dwrolh/pths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">greedy of gain</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>15.27</span>.</span>
|Definition=δωρολήπτου, ὁ, [[greedy of gain]], [[LXX]] ''Pr.''15.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωρολήπτης''': -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.
|lstext='''δωρολήπτης''': -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δωρολήπτης]])<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται δώρα<br /><b>2.</b> ο [[άπληστος]] για [[κέρδος]], αυτός που δωροδοκείται.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωρολήπτης Medium diacritics: δωρολήπτης Low diacritics: δωρολήπτης Capitals: ΔΩΡΟΛΗΠΤΗΣ
Transliteration A: dōrolḗptēs Transliteration B: dōrolēptēs Transliteration C: doroliptis Beta Code: dwrolh/pths

English (LSJ)

δωρολήπτου, ὁ, greedy of gain, LXX Pr.15.27.

German (Pape)

[Seite 695] ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δωρολήπτης: -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM δωρολήπτης)
1. αυτός που δέχεται δώρα
2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται.