τρόπηξ: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tropiks | |Transliteration C=tropiks | ||
|Beta Code=tro/phc | |Beta Code=tro/phc | ||
|Definition=ηκος, ὁ, | |Definition=ηκος, ὁ, [[the handle of an oar]], [[an oar]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[τράφηξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρόπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ λαβὴ κώπης, [[κώπη]], «[[μέρος]] τῆς κώπης ὁ [[τρόπηξ]], οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· [[ὥστε]] ἀπὸ μέρους τὴν κώπην» Ἡσύχ., πρβλ. [[τράπηξ]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 214. | |lstext='''τρόπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ λαβὴ κώπης, [[κώπη]], «[[μέρος]] τῆς κώπης ὁ [[τρόπηξ]], οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· [[ὥστε]] ἀπὸ μέρους τὴν κώπην» Ἡσύχ., πρβλ. [[τράπηξ]]. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 214. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ηκος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[λαβή]] του κουπιού<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κουπί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τράφηξ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ηκος, ὁ, the handle of an oar, an oar, Hsch.; cf. τράφηξ.
German (Pape)
[Seite 1152] ηκος, ὁ, der Rudergriff, das Ruder, VLL., s. τράπηξ, τράφηξ.
Greek (Liddell-Scott)
τρόπηξ: ηκος, ὁ, ἡ λαβὴ κώπης, κώπη, «μέρος τῆς κώπης ὁ τρόπηξ, οὗ ἐπιλαμβάνονται οἱ ἐρέσσοντες· ὥστε ἀπὸ μέρους τὴν κώπην» Ἡσύχ., πρβλ. τράπηξ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, σ. 214.
Greek Monolingual
-ηκος, ἡ, Α
1. η λαβή του κουπιού
2. συνεκδ. το κουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τράφηξ.