ἀνισεπίπεδος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anisepipedos | |Transliteration C=anisepipedos | ||
|Beta Code=a)nisepi/pedos | |Beta Code=a)nisepi/pedos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνισεπίπεδον, [[having unequal plane faces]], of certain solid numbers, e.g. [[βωμίσκος]] ([[quod vide|q.v.]]), Iamb.''in Nic.''p.93P. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que tiene superficies planas desiguales]] ἀριθμοί Iambl.<i>in Nic</i>.p.93. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνισεπίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων [[ἄνισον]] ἐπίπεδον, Ἰαμβλ. ἐν Νικομ. Ἀριθμ. | |lstext='''ἀνισεπίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων [[ἄνισον]] ἐπίπεδον, Ἰαμβλ. ἐν Νικομ. Ἀριθμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνισεπίπεδος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από επίπεδα άνισα [[μεταξύ]] τους. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνισεπίπεδον, having unequal plane faces, of certain solid numbers, e.g. βωμίσκος (q.v.), Iamb.in Nic.p.93P.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene superficies planas desiguales ἀριθμοί Iambl.in Nic.p.93.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνισεπίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἄνισον ἐπίπεδον, Ἰαμβλ. ἐν Νικομ. Ἀριθμ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνισεπίπεδος, -ον)
αυτός που αποτελείται από επίπεδα άνισα μεταξύ τους.