ὑπεικτέον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypeikteon | |Transliteration C=ypeikteon | ||
|Beta Code=u(peikte/on | |Beta Code=u(peikte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must give way]] or [[yield]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''668, Pl.''Cri.''51b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπείκω]], πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β. | |lstext='''ὑπεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπείκω]], πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεικτέον:''' ρημ. επίθ., αυτο στο οποίο [[κάποιος]] πρέπει να ενδώσει, υποταχθεί, σε Σοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
one must give way or yield, S.Aj.668, Pl.Cri.51b.
German (Pape)
[Seite 1184] adj. verh. von ὑπείκω, man muß oder darf weichen, nachgeben; Soph. Ai. 653; Plat. Crit. 57 b, neben ἀναχωρητέον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὑπείκω, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β.
Greek Monotonic
ὑπεικτέον: ρημ. επίθ., αυτο στο οποίο κάποιος πρέπει να ενδώσει, υποταχθεί, σε Σοφ., Πλάτ.