κορυμβάς: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korymvas | |Transliteration C=korymvas | ||
|Beta Code=korumba/s | |Beta Code=korumba/s | ||
|Definition= | |Definition=κορυμβάδος, ἡ, ([[κόρυς]]) [[string running round a net]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυμβάς''': -άδος, ἡ, ([[κόρυς]]), [[σχοινίον]] περιθέον τὸ [[δίκτυον]], Ἡσύχ. | |lstext='''κορυμβάς''': -άδος, ἡ, ([[κόρυς]]), [[σχοινίον]] περιθέον τὸ [[δίκτυον]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορυμβάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κόρυμβος]]<br />το [[σχοινί]] που βρίσκεται [[γύρω]] [[γύρω]] στην [[άκρη]] του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το [[δίχτυ]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=άδος, ἡ, <i>die [[Schnur]] am [[Rande]] des Netzes</i>, mit der man dieses zusammenzieht, Hesych. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
κορυμβάδος, ἡ, (κόρυς) string running round a net, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβάς: -άδος, ἡ, (κόρυς), σχοινίον περιθέον τὸ δίκτυον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορυμβάς, -άδος, ἡ (Α) κόρυμβος
το σχοινί που βρίσκεται γύρω γύρω στην άκρη του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το δίχτυ.
German (Pape)
άδος, ἡ, die Schnur am Rande des Netzes, mit der man dieses zusammenzieht, Hesych.