εὔκνημος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyknimos | |Transliteration C=eyknimos | ||
|Beta Code=eu)/knhmos | |Beta Code=eu)/knhmos | ||
|Definition= | |Definition=εὔκνημον,<br><span class="bld">A</span> [[with beautiful ankle]], πούς ''AP''5.202 (Asclep.); [[with handsome legs]], of a statue, Plin.''HN''34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; [[with strong calves]], ''UPZ''121.6 (ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], a plant in Nic. ''Th.''648, ''Al.''372. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] mit schönen Waden, Poll.; [[πούς]], Asclepds. 30 (V, 203); – [[εὔκνημος]] ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux belles jambes ; <i>subst.</i> ἡ [[εὔκνημος]] polycnème, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔκνημος:''' [[с изящной голенью]] ([[πούς]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔκνημος''': -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, [[ἤγουν]] εὐκλάδου. ἢ [[εἶδος]] βοτάνης», πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] Ἀλεξιφ. 372. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), [[πρβλ]]. [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-κνημος, ον [[κνήμη]]<br />with [[beautiful]] legs, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔκνημον,
A with beautiful ankle, πούς AP5.202 (Asclep.); with handsome legs, of a statue, Plin.HN34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; with strong calves, UPZ121.6 (ii B.C.).
II as substantive, a plant in Nic. Th.648, Al.372.
German (Pape)
[Seite 1075] mit schönen Waden, Poll.; πούς, Asclepds. 30 (V, 203); – εὔκνημος ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles jambes ; subst. ἡ εὔκνημος polycnème, plante.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.
Russian (Dvoretsky)
εὔκνημος: с изящной голенью (πούς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκνημος: -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, ἤγουν εὐκλάδου. ἢ εἶδος βοτάνης», πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξιφ. 372.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)
αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔκνημος
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].
Greek Monotonic
εὔκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.