μυροβάλανος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrovalanos
|Transliteration C=myrovalanos
|Beta Code=muroba/lanos
|Beta Code=muroba/lanos
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βάλανος μυρεψική]], Dsc.1.109, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span>, <span class="bibl">Cels.6.2</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.6</span>, Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.59</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ostr.</span> 297</span> (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>1.119.80</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ, = [[βάλανος μυρεψική]], Dsc.1.109, J.''BJ''4.8.3, Cels.6.2, Aret.''CA''2.6, Philum. ap. Orib.45.29.59, ''Ostr.'' 297 (ii A. D.), ''PLond.''1.119.80, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] ἡ, die auch [[βάλανος]] μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον [[ἔλαιον]], gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] ἡ, die auch [[βάλανος]] μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον [[ἔλαιον]], gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />[[myrobolan]], [[sorte de parfum]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠροβάλᾰνος:''' (βᾰ) ἡ [[миробалан]] (предполож. плод бегена - Moringa oleifera, - масло которого употреблялось для приготовления благовонных мазей) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠροβάλᾰνος''': ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι [[κάρυον]], ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον [[ἔλαιον]], ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. [[μυρεψικός]]. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.
|lstext='''μῠροβάλᾰνος''': ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι [[κάρυον]], ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον [[ἔλαιον]], ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. [[μυρεψικός]]. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μυροβάλανος]])<br />[[είδος]] αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο [[έλαιο]] και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]] «[[βελανίδι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροβᾰλανος Medium diacritics: μυροβάλανος Low diacritics: μυροβάλανος Capitals: ΜΥΡΟΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: myrobálanos Transliteration B: myrobalanos Transliteration C: myrovalanos Beta Code: muroba/lanos

English (LSJ)

ἡ, = βάλανος μυρεψική, Dsc.1.109, J.BJ4.8.3, Cels.6.2, Aret.CA2.6, Philum. ap. Orib.45.29.59, Ostr. 297 (ii A. D.), PLond.1.119.80, etc.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, die auch βάλανος μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον ἔλαιον, gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
myrobolan, sorte de parfum.
Étymologie: μύρον, βάλανος.

Russian (Dvoretsky)

μῠροβάλᾰνος: (βᾰ) ἡ миробалан (предполож. плод бегена - Moringa oleifera, - масло которого употреблялось для приготовления благовонных мазей) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβάλᾰνος: ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι κάρυον, ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον ἔλαιον, ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. μυρεψικός. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυροβάλανος)
είδος αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο έλαιο και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βάλανος «βελανίδι»].