ῥηξικέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=riksikelefthos
|Transliteration C=riksikelefthos
|Beta Code=r(hcike/leuqos
|Beta Code=r(hcike/leuqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">opening a path</b>, of Apollo, <span class="title">AP</span>9.525.18.</span>
|Definition=ῥηξικέλευθον, [[opening a path]], of [[Apollo]], ''AP''9.525.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui ouvre de force un chemin]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]], [[κέλευθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥηξῐκέλευθος:''' ὁ [[пролагающий путь]] (среди врагов) ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥηξῐκέλευθος''': -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18.
|lstext='''ῥηξῐκέλευθος''': -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥηξικέλευθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που επιχειρεί με [[τόλμη]] [[κάτι]] το νέο, ο [[καινοτόμος]] («πρότεινε μια ρηξικέλευθη [[λύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥηξῐκέλευθος:''' -ον, αυτός που ανοίγει δρόμο, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥηξῐ-[[κέλευθος]], ον,<br />[[opening]] a [[path]], of [[Apollo]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηξικέλευθος Medium diacritics: ῥηξικέλευθος Low diacritics: ρηξικέλευθος Capitals: ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: rhēxikéleuthos Transliteration B: rhēxikeleuthos Transliteration C: riksikelefthos Beta Code: r(hcike/leuqos

English (LSJ)

ῥηξικέλευθον, opening a path, of Apollo, AP9.525.18.

German (Pape)

[Seite 840] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ouvre de force un chemin.
Étymologie: ῥήγνυμι, κέλευθος.

Russian (Dvoretsky)

ῥηξῐκέλευθος:пролагающий путь (среди врагов) (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥηξῐκέλευθος: -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].

Greek Monotonic

ῥηξῐκέλευθος: -ον, αυτός που ανοίγει δρόμο, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥηξῐ-κέλευθος, ον,
opening a path, of Apollo, Anth.