νοοπλανής: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nooplanis
|Transliteration C=nooplanis
|Beta Code=nooplanh/s
|Beta Code=nooplanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wandering in mind, deranged</b>, ib.<span class="bibl">4.197</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">distracting the mind</b>, ib.<span class="bibl">29.69</span>.</span>
|Definition=νοοπλανές,<br><span class="bld">A</span> [[wandering in mind]], [[deranged]], ib.4.197.<br><span class="bld">II</span> Act., [[distracting the mind]], ib.29.69.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοοπλᾰνής''': -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, [[παράφρων]], Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, [[αὐτόθι]] 29. 69.
|lstext='''νοοπλᾰνής''': -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, [[παράφρων]], Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, [[αὐτόθι]] 29. 69.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοοπλανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[φρενοβλαβής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει [[παραφροσύνη]] («νοοπλανὲς [[ἴχνος]]», Noνν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[δολοπλανής]], [[ψυχοπλανής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>im [[Verstande]] [[verwirrt]], irres Geistes</i>, Nonn. <i>D</i>. 4.198 und andere Spätere – Auch akt., <i>den [[Verstand]] [[verwirrend]]</i>, μενοιναί, Nonn. <i>D</i>. 9.44.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοπλᾰνής Medium diacritics: νοοπλανής Low diacritics: νοοπλανής Capitals: ΝΟΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nooplanḗs Transliteration B: nooplanēs Transliteration C: nooplanis Beta Code: nooplanh/s

English (LSJ)

νοοπλανές,
A wandering in mind, deranged, ib.4.197.
II Act., distracting the mind, ib.29.69.

Greek (Liddell-Scott)

νοοπλᾰνής: -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, αὐτόθι 29. 69.

Greek Monolingual

νοοπλανής, -ές (Α)
1. φρενοβλαβής
2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολοπλανής, ψυχοπλανής].

German (Pape)

ές, im Verstande verwirrt, irres Geistes, Nonn. D. 4.198 und andere Spätere – Auch akt., den Verstand verwirrend, μενοιναί, Nonn. D. 9.44.