ἀντιφατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(6_10)
m (1 revision imported)
 
(10 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antifatikos
|Transliteration C=antifatikos
|Beta Code=a)ntifatiko/s
|Beta Code=a)ntifatiko/s
|Definition=ή, όν, in Logic, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contradictory</b>, only in Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Int.</span>17b17</span>, <span class="bibl">22a34</span>.</span>
|Definition=ἀντιφατική, ἀντιφατικόν, in Logic, [[contradictory]], only in Adv. [[ἀντιφατικῶς]] = [[in contradiction]] Arist.''Int.''17b17, 22a34.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />lóg.<br /><b class="num">1</b> [[contradictorio]] de proposiciones, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.580.16.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀντιφατικῶς]] = [[de forma contradictoria]] Arist.<i>Int</i>.17<sup>b</sup>17, 22<sup>a</sup>34.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[widersprechend]]</i>, [[λόγος]] Arist.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιφᾰτικός''': -ή, -όν, ἐν τῇ λογικῇ ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. π. Ἑρμ. 7. 6, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7, 6 καὶ 13, κ. ἀλλ.: πρβλ. [[ἀντίκειμαι]].
|lstext='''ἀντιφᾰτικός''': -ή, -όν, ἐν τῇ λογικῇ ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. π. Ἑρμ. 7. 6, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7, 6 καὶ 13, κ. ἀλλ.: πρβλ. [[ἀντίκειμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιφατικός]], -ή, -όν) [[αντιφάσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[αντίφαση]]<br /><b>2.</b> «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες [[μολονότι]] σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία [[προς]] την [[άλλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα [[λόγια]] του.
}}
{{trml
|trtx====[[contradictory]]===
Arabic: نَقِيض; Asturian: contradictoriu; Azerbaijani: zidd; Bulgarian: противоречащ; Catalan: contradictori; Czech: protichůdný, protikladný; Danish: modstridende; Dutch: [[tegenstrijdig]], [[contradictoir]]; Finnish: ristiriitainen, vastakkainen; French: [[contradictoire]]; Galician: contraditorio; German: [[widersprüchlich]]; Greek: [[αντιφατικός]]; Ancient Greek: [[ἀνομόσημος]], [[ἀντικατηγορητικός]], [[ἀντιλογικός]], [[ἀντίλογος]], [[ἀντιφατικός]]; Hungarian: ellentmondásos; Irish: bréagnaitheach; Italian: [[contraddittorio]]; Kazakh: қарама-қайшы; Latin: [[contradictorius]]; Macedonian: противречен; Maori: rongorua; Norwegian: motsigende; Occitan: contradictòri; Polish: sprzeczny; Portuguese: [[contraditório]]; Romanian: contradictoriu, contrar; Russian: [[противоречащий]]; Spanish: [[contradictorio]]; Swedish: motstridig, motsatt; Ukrainian: суперечний
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφᾰτικός Medium diacritics: ἀντιφατικός Low diacritics: αντιφατικός Capitals: ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antiphatikós Transliteration B: antiphatikos Transliteration C: antifatikos Beta Code: a)ntifatiko/s

English (LSJ)

ἀντιφατική, ἀντιφατικόν, in Logic, contradictory, only in Adv. ἀντιφατικῶς = in contradiction Arist.Int.17b17, 22a34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
lóg.
1 contradictorio de proposiciones, Alex.Aphr.in Top.580.16.
2 adv. ἀντιφατικῶς = de forma contradictoria Arist.Int.17b17, 22a34.

German (Pape)

widersprechend, λόγος Arist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφᾰτικός: -ή, -όν, ἐν τῇ λογικῇ ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. π. Ἑρμ. 7. 6, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7, 6 καὶ 13, κ. ἀλλ.: πρβλ. ἀντίκειμαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντιφατικός, -ή, -όν) αντιφάσκω
1. αυτός που περιέχει αντίφαση
2. «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.

Translations

contradictory

Arabic: نَقِيض; Asturian: contradictoriu; Azerbaijani: zidd; Bulgarian: противоречащ; Catalan: contradictori; Czech: protichůdný, protikladný; Danish: modstridende; Dutch: tegenstrijdig, contradictoir; Finnish: ristiriitainen, vastakkainen; French: contradictoire; Galician: contraditorio; German: widersprüchlich; Greek: αντιφατικός; Ancient Greek: ἀνομόσημος, ἀντικατηγορητικός, ἀντιλογικός, ἀντίλογος, ἀντιφατικός; Hungarian: ellentmondásos; Irish: bréagnaitheach; Italian: contraddittorio; Kazakh: қарама-қайшы; Latin: contradictorius; Macedonian: противречен; Maori: rongorua; Norwegian: motsigende; Occitan: contradictòri; Polish: sprzeczny; Portuguese: contraditório; Romanian: contradictoriu, contrar; Russian: противоречащий; Spanish: contradictorio; Swedish: motstridig, motsatt; Ukrainian: суперечний