εὐπάτειρα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpateira
|Transliteration C=efpateira
|Beta Code=eu)pa/teira
|Beta Code=eu)pa/teira
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>, = sq., <span class="bibl">Men.616</span> (with <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. [[εὐπατέρεια]]), Choerob. in <span class="title">An.Ox.</span>2.196, Theognost.<span class="title">Can.</span>99, Gramm. in Reitzenstein <b class="b2">Gesch.d. Gr.Etym</b>.p.306, <b class="b2">Et.Gud</b>., EM318.55; cf. <b class="b3">ἀπάτειρα</b>.</span>
|Definition=ἡ, = [[εὐπατέρεια]] ([[daughter of a noble sire]], [[belonging to a noble father]], [[of a noble father]]), Men. 616 (with [[varia lectio|v.l.]] [[εὐπατέρεια]]), Choerob. in ''An.Ox.'' 2.196, Theognost. ''Can.'' 99, Gramm. in Reitzenstein ''Gesch. d. Gr. Etym.'' p. 306, ''Et.Gud., EM'' 318.55 ; cf. [[ἀπάτειρα]].
}}
{{ls
|lstext='''εὐπάτειρα''': ἡ, = [[εὐπατέρεια]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπάτειρα]] και [[εὐπατέρεια]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. [[γυναικών]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]] («Ἑλένην εὐπατέρειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για οίκους) αυτός που ανήκει σε [[οικογένεια]] ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πατήρ]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάτειρα Medium diacritics: εὐπάτειρα Low diacritics: ευπάτειρα Capitals: ΕΥΠΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: eupáteira Transliteration B: eupateira Transliteration C: efpateira Beta Code: eu)pa/teira

English (LSJ)

ἡ, = εὐπατέρεια (daughter of a noble sire, belonging to a noble father, of a noble father), Men. 616 (with v.l. εὐπατέρεια), Choerob. in An.Ox. 2.196, Theognost. Can. 99, Gramm. in Reitzenstein Gesch. d. Gr. Etym. p. 306, Et.Gud., EM 318.55 ; cf. ἀπάτειρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάτειρα: ἡ, = εὐπατέρεια, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.

Greek Monolingual

εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ)
1. (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.)
2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατήρ.