πτυχίς: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_12)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptychis
|Transliteration C=ptychis
|Beta Code=ptuxi/s
|Beta Code=ptuxi/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slab</b>, in sg. as collective, μαρμάρων πτυχίς <span class="bibl">Procop.Gaz.<span class="title">Ecphr.</span> p.151B.</span>; = [[ἀκροστόλιον]], the part of a ship on which the name was inscribed, <span class="bibl">Poll.1.86</span>; cf. [[πτύξ]] v.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[slab]], in sg. as collective, μαρμάρων πτυχίς Procop.Gaz.''Ecphr.'' p.151B.; = [[ἀκροστόλιον]], the part of a ship on which the name was inscribed, Poll.1.86; cf. [[πτύξ]] v.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτῠχίς''': -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ.
|lstext='''πτῠχίς''': -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλάκα]] («μαρμάρων [[πτυχίς]]» Προκ. Γαζ.)<br /><b>2.</b> [[σανίδα]] της πρύμνης, [[ακροστόλιο]] [[πάνω]] στο οποίο ήταν γραμμένη η [[ονομασία]] του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[γραφίς]], [[ραφίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῠχίς Medium diacritics: πτυχίς Low diacritics: πτυχίς Capitals: ΠΤΥΧΙΣ
Transliteration A: ptychís Transliteration B: ptychis Transliteration C: ptychis Beta Code: ptuxi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, slab, in sg. as collective, μαρμάρων πτυχίς Procop.Gaz.Ecphr. p.151B.; = ἀκροστόλιον, the part of a ship on which the name was inscribed, Poll.1.86; cf. πτύξ v.

German (Pape)

[Seite 812] ίδος, ἡ, s. πτύξ, a. E.

Greek (Liddell-Scott)

πτῠχίς: -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ίδος, ἡ, Α
1. πλάκα («μαρμάρων πτυχίς» Προκ. Γαζ.)
2. σανίδα της πρύμνης, ακροστόλιο πάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η ονομασία του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. γραφίς, ραφίς)].