πτυχίς
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, slab, in sg. as collective, μαρμάρων πτυχίς Procop.Gaz.Ecphr. p.151B.; = ἀκροστόλιον, the part of a ship on which the name was inscribed, Poll.1.86; cf. πτύξ v.
German (Pape)
[Seite 812] ίδος, ἡ, s. πτύξ, a. E.
Greek (Liddell-Scott)
πτῠχίς: -ίδος, ἡ, ἴδε πτὺξ ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
1. πλάκα («μαρμάρων πτυχίς» Προκ. Γαζ.)
2. σανίδα της πρύμνης, ακροστόλιο πάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η ονομασία του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. γραφίς, ραφίς)].