τρίστιχος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tristichos | |Transliteration C=tristichos | ||
|Beta Code=tri/stixos | |Beta Code=tri/stixos | ||
|Definition= | |Definition=τρίστιχον, = [[τρίστοιχος]], [[κριθαί]] [[three-row]] barley, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.10.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1148.png Seite 1148]] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1148.png Seite 1148]] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίστῐχος:''' [[трехрядный]] (κριθαί Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίστῐχος''': -ον, = [[τρίστοιχος]], κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β. | |lstext='''τρίστῐχος''': -ον, = [[τρίστοιχος]], κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος) αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στίχους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίστιχο</i>- [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος από [[τρεις]] στίχους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] ([[πρβλ]]. [[πεντάστιχος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
τρίστιχον, = τρίστοιχος, κριθαί three-row barley, Placit.5.10.2.
German (Pape)
[Seite 1148] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρίστῐχος: трехрядный (κριθαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίστῐχος: -ον, = τρίστοιχος, κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίστιχος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο- ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στίχος (πρβλ. πεντάστιχος)].