ὀνειροπόλημα: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(6_22)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειροπόλημα''': τό, τὸ ὀνειροπολεῖν, [[ὄνειρον]], Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 629C.
|lstext='''ὀνειροπόλημα''': τό, τὸ ὀνειροπολεῖν, [[ὄνειρον]], Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 629C.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὀνειροπόλημα]]) [[ονειροπολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να αφαιρείται [[κανείς]], να απομακρύνεται από την [[πραγματικότητα]] και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη [[φαντασία]] του άλλες, καινούργιες<br /><b>2.</b> φανταστική [[οπτασία]], [[ονειροφαντασία]], [[χιμαιρικός]] [[πόθος]], [[απραγματοποίητος]] [[πόθος]], [[χίμαιρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />όνειρο, ενύπνιο.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 346] τό, der Traum, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπόλημα: τό, τὸ ὀνειροπολεῖν, ὄνειρον, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 629C.

Greek Monolingual

το (Α ὀνειροπόλημα) ονειροπολώ
νεοελλ.
1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες
2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία, χιμαιρικός πόθος, απραγματοποίητος πόθος, χίμαιρα
αρχ.
όνειρο, ενύπνιο.