σιδηροκατάδικος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirokatadikos | |Transliteration C=sidirokatadikos | ||
|Beta Code=sidhrokata/dikos | |Beta Code=sidhrokata/dikos | ||
|Definition= | |Definition=σιδηροκατάδικον, [[condemned to the iron]], i.e. [[mutilated]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[σπάδων]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηροκατάδῐκος''': -ον, ὁ εἰς [[σίδηρον]] καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ. | |lstext='''σῐδηροκατάδῐκος''': -ον, ὁ εἰς [[σίδηρον]] καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />καταδικασμένος σε [[ποινή]] που εκτελείται με τον σίδηρο, [[δηλαδή]] σε ακρωτηριασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κατάδικος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
σιδηροκατάδικον, condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.
German (Pape)
[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.