στροβιλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_7)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stroviloeidis
|Transliteration C=stroviloeidis
|Beta Code=strobiloeidh/s
|Beta Code=strobiloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a</b> <b class="b3">στρόβιλος</b>, <b class="b2">conical</b>, σχῆμα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.9</span>, cf. <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>32</span>; ὕψος <span class="bibl">Str.17.1.10</span>. Adv. -δῶς Ruf.<span class="title">Oss.</span>21.</span>
|Definition=στροβιλοειδές, like a [[στρόβιλος]], [[conical]], [[σχῆμα]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.9, cf. Ruf.''Anat.''32; [[ὕψος]] Str.17.1.10. Adv. [[στροβιλοειδῶς]] Ruf.''Oss.''21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ές, von der Art od. Gestalt eines [[στρόβιλος]], eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ές, von der Art od. Gestalt eines [[στρόβιλος]], eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> [[de pomme de pin]], [[conique]].<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στροβῑλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στρόβιλον, [[κωνικός]], [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· [[ὕφος]] Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
|lstext='''στροβῑλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στρόβιλον, [[κωνικός]], [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· [[ὕφος]] Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με [[δίνη]], [[στροβιλώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, [[κωνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στροβιλοειδῶς</i> Α<br />με κωνικό [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόβιλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στροβῑλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] σβούρας ή κώνου, [[κωνικός]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στροβῑλο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />conical, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 July 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλοειδής Medium diacritics: στροβιλοειδής Low diacritics: στροβιλοειδής Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: strobiloeidḗs Transliteration B: strobiloeidēs Transliteration C: stroviloeidis Beta Code: strobiloeidh/s

English (LSJ)

στροβιλοειδές, like a στρόβιλος, conical, σχῆμα Thphr. HP 3.12.9, cf. Ruf.Anat.32; ὕψος Str.17.1.10. Adv. στροβιλοειδῶς Ruf.Oss.21.

German (Pape)

[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de toupie ou de pomme de pin, conique.
Étymologie: στρόβιλος, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στρόβιλον, κωνικός, σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· ὕφος Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός.
επίρρ...
στροβιλοειδῶς Α
με κωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + -ειδής].

Greek Monotonic

στροβῑλοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα σβούρας ή κώνου, κωνικός, σε Στράβ.

Middle Liddell

στροβῑλο-ειδής, ές εἶδος
conical, Strab.