φρυγεύς: Difference between revisions

From LSJ
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frygeys
|Transliteration C=frygeys
|Beta Code=frugeu/s
|Beta Code=frugeu/s
|Definition=έως, ὁ, = foreg.<span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Theopomp.Com. 53</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">one who roasts</b>, <span class="bibl">Poll.7.181</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ, = [[φρύγετρον]] ([[vessel for roasting barley]], [[stick to stir barley while roasting]]) ''1'', Theopomp.Com. 53.<br><span class="bld">II</span> [[one who roasts]], Poll.7.181.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρῡγεύς''': έως, ὁ ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ [[ἄλλο]] τι, ὡς τὸ [[φρύγετρον]], Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην [[ἀνήρ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ [[ῥῆμα]] φρυγεύω = [[φρύγω]].
|lstext='''φρῡγεύς''': έως, ὁ ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ [[ἄλλο]] τι, ὡς τὸ [[φρύγετρον]], Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην [[ἀνήρ]], Πολυδ. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ [[ῥῆμα]] φρυγεύω = [[φρύγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκεύος]] για το [[καβούρντισμα]] του κριθαριού<br /><b>2.</b> αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυγεύς Medium diacritics: φρυγεύς Low diacritics: φρυγεύς Capitals: ΦΡΥΓΕΥΣ
Transliteration A: phrygeús Transliteration B: phrygeus Transliteration C: frygeys Beta Code: frugeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = φρύγετρον (vessel for roasting barley, stick to stir barley while roasting) 1, Theopomp.Com. 53.
II one who roasts, Poll.7.181.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246.

Greek (Liddell-Scott)

φρῡγεύς: έως, ὁ (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ ἄλλο τι, ὡς τὸ φρύγετρον, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην ἀνήρ, Πολυδ. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ ῥῆμα φρυγεύω = φρύγω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. σκεύος για το καβούρντισμα του κριθαριού
2. αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -εύς].