ἑψανός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epsanos
|Transliteration C=epsanos
|Beta Code=e(yano/s
|Beta Code=e(yano/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boiled</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.117</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>923a17</span>, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες <span class="bibl">Polyaen.4.3.32</span>; <b class="b3">ἑψανά, τά,</b> = [[ἑψήματα]], <span class="bibl">Diocl.Fr. 120</span>: sg., <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1120.14</span> (i B. C.).</span>
|Definition=ἑψανή, ἑψανόν, [[boiled]], Hp.''Mul.''2.117, Arist.''Pr.''923a17, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες Polyaen.4.3.32; [[ἑψανά]], τά, = [[ἑψήματα]], Diocl.Fr. 120: sg., ''BGU''1120.14 (i B. C.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψᾰνός:''' [[подвергаемый варке]] (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ἑψᾰνός''': -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, ([[πρβλ]]. [[ορφανός]], [[στεγανός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψᾰνός Medium diacritics: ἑψανός Low diacritics: εψανός Capitals: ΕΨΑΝΟΣ
Transliteration A: hepsanós Transliteration B: hepsanos Transliteration C: epsanos Beta Code: e(yano/s

English (LSJ)

ἑψανή, ἑψανόν, boiled, Hp.Mul.2.117, Arist.Pr.923a17, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες Polyaen.4.3.32; ἑψανά, τά, = ἑψήματα, Diocl.Fr. 120: sg., BGU1120.14 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1132] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.

Russian (Dvoretsky)

ἑψᾰνός: подвергаемый варке (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑψᾰνός: -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.

Greek Monolingual

ἑψανός, -ή, -ον (Α)
1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος
2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος
3. ζωμός, σούπα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά
τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ- του ἕψω + κατάλ. -ανος, (πρβλ. ορφανός, στεγανός)].