ἐπιτοκία: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitokia
|Transliteration C=epitokia
|Beta Code=e)pitoki/a
|Beta Code=e)pitoki/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">compound interest</b>, <span class="bibl">Ph.2.285</span> (pl.); dub. cj. in <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>10.2</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[compound interest]], Ph.2.285 (pl.); dub. cj. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''10.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτοκία''': ἡ, τόκοι τόκων, Φίλων 2. 285, 12.
|lstext='''ἐπιτοκία''': ἡ, τόκοι τόκων, Φίλων 2. 285, 12.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπιτοκία]]) [[επίτοκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο πολλαπλασιάζονται [[μερικά]] σκουλήκια με [[αποκοπή]] του μισού σώματος, [[αλλιώς]] [[επιγαμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[τόκος]] του τόκου («τόκους καὶ ἐπιτοκίας [τῆς φιλανθρωπίας] μή τελοῦντες», Φίλ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτοκία Medium diacritics: ἐπιτοκία Low diacritics: επιτοκία Capitals: ΕΠΙΤΟΚΙΑ
Transliteration A: epitokía Transliteration B: epitokia Transliteration C: epitokia Beta Code: e)pitoki/a

English (LSJ)

ἡ, compound interest, Ph.2.285 (pl.); dub. cj. in Thphr. Char.10.2.

German (Pape)

[Seite 994] ἡ, Hinzufügung von Zinsen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτοκία: ἡ, τόκοι τόκων, Φίλων 2. 285, 12.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιτοκία) επίτοκος
νεοελλ.
βιολ. ο τρόπος με τον οποίο πολλαπλασιάζονται μερικά σκουλήκια με αποκοπή του μισού σώματος, αλλιώς επιγαμία
αρχ.
ο τόκος του τόκου («τόκους καὶ ἐπιτοκίας [τῆς φιλανθρωπίας] μή τελοῦντες», Φίλ.).