παροξυτονέω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroksytoneo | |Transliteration C=paroksytoneo | ||
|Beta Code=parocutone/w | |Beta Code=parocutone/w | ||
|Definition= | |Definition=[[pronounce paroxytone]], Eust.1600.18 (Pass.):—hence [[παροξυτόνησις]], εως, ἡ, Id.1409.54, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροξῠτονέω''': θέτω ὀξεῖαν ἐπὶ τῆς παραληγούσης, Εὐστ. 1600 18, καὶ μεταγεν. γραμμ. (οἱ παλαιότεροι γραμμ. λέγουσι [[παροξύνω]])· - παροξυτόνησις, εως, ἡ, Εὐστ. 1409. 54, κτλ. | |lstext='''παροξῠτονέω''': θέτω ὀξεῖαν ἐπὶ τῆς παραληγούσης, Εὐστ. 1600 18, καὶ μεταγεν. γραμμ. (οἱ παλαιότεροι γραμμ. λέγουσι [[παροξύνω]])· - παροξυτόνησις, εως, ἡ, Εὐστ. 1409. 54, κτλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροξῠτονέω:''' грам. = [[παροξύνω]] 4. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
pronounce paroxytone, Eust.1600.18 (Pass.):—hence παροξυτόνησις, εως, ἡ, Id.1409.54, al.
German (Pape)
[Seite 527] ein Wort mit dem scharfen Ton auf der vorletzten Sylbe aussprechen, schreiben, Eust. u. a. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παροξῠτονέω: θέτω ὀξεῖαν ἐπὶ τῆς παραληγούσης, Εὐστ. 1600 18, καὶ μεταγεν. γραμμ. (οἱ παλαιότεροι γραμμ. λέγουσι παροξύνω)· - παροξυτόνησις, εως, ἡ, Εὐστ. 1409. 54, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
παροξῠτονέω: грам. = παροξύνω 4.