ἰθύθριξ: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(6_12) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἰθύθριξ | |||
|Medium diacritics=ἰθύθριξ | |||
|Low diacritics=ιθύθριξ | |||
|Capitals=ΙΘΥΘΡΙΞ | |||
|Transliteration A=ithýthrix | |||
|Transliteration B=ithythrix | |||
|Transliteration C=ithythriks | |||
|Beta Code=i)qu/qric | |||
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[straight-haired]], opp. [[οὐλόθριξ]] (woollyhaired), Hdt. 7.70, Hp. ''Epid.'' 1.19. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1245.png Seite 1245]] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1245.png Seite 1245]] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux droits, <i>càd</i> non crépus.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[θρίξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰθύθριξ:''' τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθύθριξ''': ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ [[οὐλόθριξ]] (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955. | |lstext='''ἰθύθριξ''': ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ [[οὐλόθριξ]] (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθύθριξ]], -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ίσιες [[τρίχες]], [[ίσια]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]] «[[τρίχα]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰθύθριξ:''' [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το [[οὐλόθριξ]] (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />[[straight]]-haired, opp. to [[οὐλόθριξ]] (wooly-haired), Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:30, 3 October 2022
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, straight-haired, opp. οὐλόθριξ (woollyhaired), Hdt. 7.70, Hp. Epid. 1.19.
German (Pape)
[Seite 1245] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux droits, càd non crépus.
Étymologie: ἰθύς, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
ἰθύθριξ: τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύθριξ: ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.
Greek Monolingual
ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].
Greek Monotonic
ἰθύθριξ: [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το οὐλόθριξ (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
straight-haired, opp. to οὐλόθριξ (wooly-haired), Hdt.