κατονίναμαι: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoninamai | |Transliteration C=katoninamai | ||
|Beta Code=katoni/namai | |Beta Code=katoni/namai | ||
|Definition= | |Definition=[[enjoy]], in aor. 1, σαυτῆς κατόναιο Ar.''Ec.''917 (lyr.); τέκνων, σπορῶν, καρπῶν, οὐσίας κατόνασθαι ''SIG''826''C''15 (Delph., ii B.C.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατ-ονίναμαι zich vermaken met, genieten van, met gen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατονίναμαι:''' (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατονίναμαι''': μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, [[ἀπολαύω]], «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, [[εἶδος]] ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917. | |lstext='''κατονίναμαι''': μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, [[ἀπολαύω]], «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, [[εἶδος]] ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατονίναμαι]] (Α)<br />[[λαμβάνω]] [[ωφέλεια]] από [[κάτι]] («[[ὅπως]] [[σαυτῆς]] κατόναι', ἀντιβολῶ σε», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀνίναμαι</i> «ωφελούμαι»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
enjoy, in aor. 1, σαυτῆς κατόναιο Ar.Ec.917 (lyr.); τέκνων, σπορῶν, καρπῶν, οὐσίας κατόνασθαι SIG826C15 (Delph., ii B.C.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ονίναμαι zich vermaken met, genieten van, met gen.
Russian (Dvoretsky)
κατονίναμαι: (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατονίναμαι: μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, ἀπολαύω, «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, εἶδος ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917.
Greek Monolingual
κατονίναμαι (Α)
λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι', ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»].