ξυρός: Difference between revisions
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyros | |Transliteration C=ksyros | ||
|Beta Code=curo/s | |Beta Code=curo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[ξυρόν]], Archipp.45, Alciphr.3.66, [[varia lectio|v.l.]] in ''AP''11.288 (Pall.); <b class="b3">ξ. εἰς ἀκόνην</b>, [[proverb|prov.]] of lucky meetings, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» | |lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «[[παροιμία]] πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = ξυρόν, Archipp.45, Alciphr.3.66, v.l. in AP11.288 (Pall.); ξ. εἰς ἀκόνην, prov. of lucky meetings, Suid.
German (Pape)
[Seite 283] nach Hesych. adjectivisch, ὀξύς, ἰσχνός. ὁ, seltenere u. spätere Form = Vorigem; Archipp. bei Poll. 10, 177; D. Hal. 3, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρός: ὁ, σπάνιος καὶ μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «παροιμία πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ ὄνος εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ξυρός, ὁ (Α)
1. ξυράφι
2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. της λ. ξυρόν.