ὑπώροφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yporofos
|Transliteration C=yporofos
|Beta Code=u(pw/rofos
|Beta Code=u(pw/rofos
|Definition=ον, = foreg., <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1166</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>299</span>, <span class="bibl"><span class="title">HF</span>107</span> (all lyr.), <span class="bibl">Call. <span class="title">Iamb.</span>1.414</span>; of a swallow's nest, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">under the eaves</b>, AP10.2 (Antip. Sid.): c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.164 (Cyrene).</span>
|Definition=ὑπώροφον, = [[ὑπωρόφιος]] ([[under the roof]], [[dwelling under the roof]], [[under cover]], [[in a house]], [[in the house]]), E. ''El.'' 1166, ''Ph.'' 299, ''HF'' 107 (all lyr.), Call. ''Iamb.'' 1.414 ; of a swallow's nest, [[under the eaves]], ''AP'' 10.2 (Antip.Sid.) ; c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί ''Berl.Sitzb.'' 1927.164 (Cyrene).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1242.png Seite 1242]] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; [[χελιδών]] Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ [[ὑπώροφος]], ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von [[ὄροφος]] = [[κάλαμος]], Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1242.png Seite 1242]] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; [[χελιδών]] Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ [[ὑπώροφος]], ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von [[ὄροφος]] = [[κάλαμος]], Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπωρόφιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπώροφος''': ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. [[οἰκία]], ἡ ὑπὸ τὸ [[γεῖσον]] φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.
|lstext='''ὑπώροφος''': ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. [[οἰκία]], ἡ ὑπὸ τὸ [[γεῖσον]] φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπώροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />στεγασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ὑπώροφος]] [[οικία]]»<br />(στην [[ποίηση]]) [[φωλιά]] χελιδονιού στο [[γείσο]] οροφής (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) «[[ὑπώροφος]] βοή» — [[ανάλαφρος]] [[ήχος]], όπως ο [[ήχος]] του καλαμένιου αυλού (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ώροφος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπώροφος:''' -ον, = το προηγ., σε Ευρ.· λέγεται για [[φωλιά]] χελιδονιού, [[κάτω]] από το [[γείσο]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπ-ώροφος, ον, = [[ὑπωρόφιος]]<br />Eur.: of a [[swallow]]'s [[nest]], under the [[eaves]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώροφος Medium diacritics: ὑπώροφος Low diacritics: υπώροφος Capitals: ΥΠΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypṓrophos Transliteration B: hypōrophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(pw/rofos

English (LSJ)

ὑπώροφον, = ὑπωρόφιος (under the roof, dwelling under the roof, under cover, in a house, in the house), E. El. 1166, Ph. 299, HF 107 (all lyr.), Call. Iamb. 1.414 ; of a swallow's nest, under the eaves, AP 10.2 (Antip.Sid.) ; c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί Berl.Sitzb. 1927.164 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 1242] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; χελιδών Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ ὑπώροφος, ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von ὄροφος = κάλαμος, Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπωρόφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώροφος: ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. οἰκία, ἡ ὑπὸ τὸ γεῖσον φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπώροφος, -ον, ΝΜΑ
στεγασμένος
αρχ.
φρ. α) «ὑπώροφος οικία»
(στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.)
β) «ὑπώροφος βοή» — ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος του καλαμένιου αυλού (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὑπώροφος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.· λέγεται για φωλιά χελιδονιού, κάτω από το γείσο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπ-ώροφος, ον, = ὑπωρόφιος
Eur.: of a swallow's nest, under the eaves, Anth.