κάθαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathalos
|Transliteration C=kathalos
|Beta Code=ka/qalos
|Beta Code=ka/qalos
|Definition=ον, (ἅλς Α) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full of salt, over-salted</b>, <span class="bibl">Diph.17.13</span>: comically, of the cook, <span class="bibl">Posidipp.1.7</span>.</span>
|Definition=κάθαλον, ([[ἅλς]] Α) [[full of salt]], [[over-salted]], Diph.17.13: comically, of the cook, Posidipp.1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθᾰλος''': -ον, (ἅλς) [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἁλατισμένος, κάθαλα ποιήσας πάντα, [[ὅλως]] [[διόλου]] ἁλμυρά, «βουτημένα εἰς τὸ ἁλάτι», Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 13· κωμικῶς, ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ μαγείρου, [[κάθαλος]], [[κάτοξος]] Ποσείδιππος ἐν «Ἀναβλέποντι» 1. 7· πρβλ. [[κάτοξος]].
|lstext='''κάθᾰλος''': -ον, (ἅλς) [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἁλατισμένος, κάθαλα ποιήσας πάντα, [[ὅλως]] [[διόλου]] ἁλμυρά, «βουτημένα εἰς τὸ ἁλάτι», Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 13· κωμικῶς, ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ μαγείρου, [[κάθαλος]], [[κάτοξος]] Ποσείδιππος ἐν «Ἀναβλέποντι» 1. 7· πρβλ. [[κάτοξος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάθαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ' [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> (ως κωμ. έκφρ.) ο [[μάγειρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άλος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i>), [[πρβλ]]. [[ἄναλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθᾰλος Medium diacritics: κάθαλος Low diacritics: κάθαλος Capitals: ΚΑΘΑΛΟΣ
Transliteration A: káthalos Transliteration B: kathalos Transliteration C: kathalos Beta Code: ka/qalos

English (LSJ)

κάθαλον, (ἅλς Α) full of salt, over-salted, Diph.17.13: comically, of the cook, Posidipp.1.7.

German (Pape)

[Seite 1280] mit Salz bestreut, Diphil. bei Ath. IV, 132 e; kom. vom Koche selbst, Posidipp. ibd. XIV, 662 a.

Greek (Liddell-Scott)

κάθᾰλος: -ον, (ἅλς) ὑπὲρ τὸ δέον ἁλατισμένος, κάθαλα ποιήσας πάντα, ὅλως διόλου ἁλμυρά, «βουτημένα εἰς τὸ ἁλάτι», Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 13· κωμικῶς, ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ μαγείρου, κάθαλος, κάτοξος Ποσείδιππος ἐν «Ἀναβλέποντι» 1. 7· πρβλ. κάτοξος.

Greek Monolingual

κάθαλος, -ον (Α)
1. πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ' αλάτι
2. (ως κωμ. έκφρ.) ο μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. ἄναλος].