ἐρίγδουπος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erigdoupos
|Transliteration C=erigdoupos
|Beta Code=e)ri/gdoupos
|Beta Code=e)ri/gdoupos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐρίδουπος]] (q.v.), <b class="b2">loud-sounding, thundering</b>, in Hom. epith. of Zeus, Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο <span class="bibl">Il.5.672</span> ; ἐ. πόσις Ἥρης <span class="bibl">Od.15.112</span> ; exc. in <span class="bibl">Il.11.152</span> <b class="b3">ἐ. πόδες ἵππων ;</b> so after Hom., Ναΐδων ἐ. στοναχαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Dith.Oxy.</span>2.12</span> ; καλαῦροψ <span class="title">APl.</span>4.74 ; βοείη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>18.105</span>.</span>
|Definition=ἐρίγδουπον, = [[ἐρίδουπος]] ([[quod vide|q.v.]]), [[loud-sounding]], [[thundering]], in Hom. [[epithet]] of [[Zeus]], Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο Il.5.672; ἐ. πόσις Ἥρης Od.15.112; exc. in Il.11.152 <b class="b3">ἐ. πόδες ἵππων</b>; so after Hom., Ναΐδων ἐ. στοναχαί Pi.''Dith.Oxy.''2.12; καλαῦροψ ''APl.''4.74; βοείη [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 18.105.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. [[πόσις]] Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. [[ἐρίδουπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. [[πόσις]] Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. [[ἐρίδουπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au bruit retentissant]].<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, *[[γδοῦπος]], v. [[δοῦπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίγδουπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[оглушительно гремящий]], [[грохочущий]] ([[Ζεύς]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[производящий громкий топот]] (πόδες ἵππων Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίγδουπος''': -ον, = [[ἐρίδουπος]] (ὃ ἴδε), βροντωδῶς ἠχῶν, [[βροντώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετον τοῦ [[Διός]], ἐριγδούπου Διὸς υἱὸν Ἰλ. Ε. 672· ἐρ. [[πόσις]] Ἥρης Ὀδ. Ο. 112, 180 Ἰλ.: Ἐν Ἰλ. Λ. 152. περὶ τῶν ποδῶν τῶν ἵππων, ἐρίγδουποι πόδες ἵππων.
|lstext='''ἐρίγδουπος''': -ον, = [[ἐρίδουπος]] (ὃ ἴδε), βροντωδῶς ἠχῶν, [[βροντώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετον τοῦ [[Διός]], ἐριγδούπου Διὸς υἱὸν Ἰλ. Ε. 672· ἐρ. [[πόσις]] Ἥρης Ὀδ. Ο. 112, 180 Ἰλ.: Ἐν Ἰλ. Λ. 152. περὶ τῶν ποδῶν τῶν ἵππων, ἐρίγδουποι πόδες ἵππων.
}}
{{Autenrieth
|auten=and [[ἐρίδουπος]] ([[γδοῦπος]]): [[loud]]-thundering, resounding; [[epithet]] of [[Zeus]], [[also]] of the seashore, the feet of horses, and the [[portico]] of a [[palace]], Il. 5.672, Il. 20.50, Il. 11.152, Il. 24.323.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐρίγδουπος]], -ον</b> resounding ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ Δ. 2. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίγδουπος]], -ον (Α)<br />([[κυρίως]] για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο [[βροντώδης]] («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>βλ.</b> και [[ερίδουπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[γδούπος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίγδουπος:''' -ον, = [[ἐρίδουπος]], αυτός που βροντά [[δυνατά]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐρί-γδουπος, ον = [[ἐρίδουπος]]<br />[[loud]]-thundering, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίγδουπος Medium diacritics: ἐρίγδουπος Low diacritics: ερίγδουπος Capitals: ΕΡΙΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: erígdoupos Transliteration B: erigdoupos Transliteration C: erigdoupos Beta Code: e)ri/gdoupos

English (LSJ)

ἐρίγδουπον, = ἐρίδουπος (q.v.), loud-sounding, thundering, in Hom. epithet of Zeus, Διὸς υἱὸν ἐριγδούποιο Il.5.672; ἐ. πόσις Ἥρης Od.15.112; exc. in Il.11.152 ἐ. πόδες ἵππων; so after Hom., Ναΐδων ἐ. στοναχαί Pi.Dith.Oxy.2.12; καλαῦροψ APl.4.74; βοείη Nonn. D. 18.105.

German (Pape)

[Seite 1028] laut tosend, donnernd, bei Hom. gew. ἐρ. πόσις Ἥρης, vom Donnerer Zeus; aber Il. 11, 152 ἐρίγδουποι πόδες ἵππων; sp. D., ποταμοί Qu. Sm. 3, 221. Vgl. ἐρίδουπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, *γδοῦπος, v. δοῦπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίγδουπος:
1 оглушительно гремящий, грохочущий (Ζεύς Hom.);
2 производящий громкий топот (πόδες ἵππων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίγδουπος: -ον, = ἐρίδουπος (ὃ ἴδε), βροντωδῶς ἠχῶν, βροντώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετον τοῦ Διός, ἐριγδούπου Διὸς υἱὸν Ἰλ. Ε. 672· ἐρ. πόσις Ἥρης Ὀδ. Ο. 112, 180 Ἰλ.: Ἐν Ἰλ. Λ. 152. περὶ τῶν ποδῶν τῶν ἵππων, ἐρίγδουποι πόδες ἵππων.

English (Autenrieth)

and ἐρίδουπος (γδοῦπος): loud-thundering, resounding; epithet of Zeus, also of the seashore, the feet of horses, and the portico of a palace, Il. 5.672, Il. 20.50, Il. 11.152, Il. 24.323.

English (Slater)

ἐρίγδουπος, -ον resounding ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ Δ. 2. 12.

Greek Monolingual

ἐρίγδουπος, -ον (Α)
(κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.)
βλ. και ερίδουπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + γδούπος].

Greek Monotonic

ἐρίγδουπος: -ον, = ἐρίδουπος, αυτός που βροντά δυνατά, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐρί-γδουπος, ον = ἐρίδουπος
loud-thundering, Hom.