λευκόχρυσος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkochrysos | |Transliteration C=lefkochrysos | ||
|Beta Code=leuko/xrusos | |Beta Code=leuko/xrusos | ||
|Definition=ἡ, a gem | |Definition=ἡ, a gem [[of pale gold colour]], Plin.''HN''37.128, 171: as adjective, Lyd.''Mag.''3.70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόχρῡσος''': -ον, ἐπὶ λίθου ἔχων λευκὰς ἐν τῷ χρυσῷ χρώματι φλέβας, Πλιν. Ν. Η. 37. 9. | |lstext='''λευκόχρῡσος''': -ον, ἐπὶ λίθου ἔχων λευκὰς ἐν τῷ χρυσῷ χρώματι φλέβας, Πλιν. Ν. Η. 37. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λευκόχρυσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λευκόχρυσος]]<br /><b>χημ.</b> ευγενές καί πολύτιμο [[μέταλλο]] αργυρόλευκου χρώματος, πολύ [[βαρύ]] και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. [[πλατίνα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λευκόχρυσος]]<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με απαλό χρυσό [[χρώμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a gem of pale gold colour, Plin.HN37.128, 171: as adjective, Lyd.Mag.3.70.
German (Pape)
[Seite 35] weiß u. goldfarbig gemischt, λίθοι, Plin. H. N. 37, 9.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχρῡσος: -ον, ἐπὶ λίθου ἔχων λευκὰς ἐν τῷ χρυσῷ χρώματι φλέβας, Πλιν. Ν. Η. 37. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λευκόχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λευκόχρυσος
χημ. ευγενές καί πολύτιμο μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος, πολύ βαρύ και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. πλατίνα
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό χρώμα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκόχρυσος
πολύτιμος λίθος με απαλό χρυσό χρώμα.