ἑπταήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eptaimeros
|Transliteration C=eptaimeros
|Beta Code=e(ptah/meros
|Beta Code=e(ptah/meros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lasting seven days</b>, <span class="bibl">D.C.76.1</span>.</span>
|Definition=ἑπταήμερον, [[lasting seven days]], D.C.76.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑπταήμερος''': -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. [[ἑπτήμερος]].
|lstext='''ἑπταήμερος''': -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. [[ἑπτήμερος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπταήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί [[επτά]] ημέρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επταήμερο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] ημερών<br /><b>μσν.</b><br />ηλικίας [[επτά]] ημερών.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπταήμερος Medium diacritics: ἑπταήμερος Low diacritics: επταήμερος Capitals: ΕΠΤΑΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: heptaḗmeros Transliteration B: heptaēmeros Transliteration C: eptaimeros Beta Code: e(ptah/meros

English (LSJ)

ἑπταήμερον, lasting seven days, D.C.76.1.

German (Pape)

[Seite 1012] siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταήμερος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. ἑπτήμερος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπταήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί επτά ημέρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο
χρονικό διάστημα επτά ημερών
μσν.
ηλικίας επτά ημερών.