φοινικίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikitis
|Transliteration C=foinikitis
|Beta Code=foiniki/ths
|Beta Code=foiniki/ths
|Definition=[κῑ], ου, ὁ, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> φοῖνιξ B. 11) <b class="b3">φ. οἶνος</b> <b class="b2">palm</b>-wine, Dsc.5.31.</span>
|Definition=[κῑ], ου, ὁ, (φοῖνιξ B. 11) <b class="b3">φοινικίτης οἶνος</b> [[palm]]-[[wine]], Dsc.5.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινικίτης''': -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. [[οἶνος]], ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.
|lstext='''φοινικίτης''': -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. [[οἶνος]], ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κρασί]] από καρπούς του δέντρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -<i>οίνικος</i> «[[είδος]] δένδρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μηλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκίτης Medium diacritics: φοινικίτης Low diacritics: φοινικίτης Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΤΗΣ
Transliteration A: phoinikítēs Transliteration B: phoinikitēs Transliteration C: foinikitis Beta Code: foiniki/ths

English (LSJ)

[κῑ], ου, ὁ, (φοῖνιξ B. 11) φοινικίτης οἶνος palm-wine, Dsc.5.31.

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, οἶνος, Palmwein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φοινικίτης: -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. οἶνος, ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κρασί από καρπούς του δέντρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].