σινίασμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=siniasma | |Transliteration C=siniasma | ||
|Beta Code=sini/asma | |Beta Code=sini/asma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[chaff]], [[detrimentum]], [[recrementum]], [[retrimentum]], <b class="b3">σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου</b>, ib. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σινίασμα''': τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ [[ἄχυρον]], Παλλαδ. Λαυσ. 39. | |lstext='''σινίασμα''': τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ [[ἄχυρον]], Παλλαδ. Λαυσ. 39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σινιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πείραγμα]], [[αστεϊσμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />απομεινάρια από το [[κοσκίνισμα]] του σταριού, τα σκύβαλα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, chaff, detrimentum, recrementum, retrimentum, σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου, ib.
German (Pape)
[Seite 883] τό, Abgang, Spreu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σινίασμα: τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ ἄχυρον, Παλλαδ. Λαυσ. 39.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σινιάζω
μσν.
πείραγμα, αστεϊσμός
αρχ.
απομεινάρια από το κοσκίνισμα του σταριού, τα σκύβαλα.