ἡγέτης: Difference between revisions

(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igetis
|Transliteration C=igetis
|Beta Code=h(ge/ths
|Beta Code=h(ge/ths
|Definition=ου, ὁ, Dor. ἁγ- ( ἀγ-), (ἡγέομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leader</b>, voc. ἡγέτα ὁδοῖο <span class="title">Epigr.Gr.</span>1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>52.7</span> codd.; ἀ. θηροσύνας <span class="title">AP</span>6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.<span class="bibl">7.425</span> (Antip.Sid.).</span>
|Definition=ἡγέτου, ὁ, Dor. [[ἁγέτης]] (ἀγ-), ([[ἡγέομαι]]) [[leader]], voc. ἡγέτα ὁδοῖο ''Epigr.Gr.''1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.''H.''52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας ''AP''6.167 (Agath.):—fem. [[ἁγέτις]], ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1151.png Seite 1151]] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1151.png Seite 1151]] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[guide]], [[chef]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. ([[ἡγέομαι]]) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, [[αὐτόθι]] 7. 425.
|lstext='''ἡγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. ([[ἡγέομαι]]) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, [[αὐτόθι]] 7. 425.
}}
{{grml
|mltxt=[[ηγέτης]], ο, θηλ. [[ηγέτις]] και [[ηγέτιδα]] (AM [[ἡγέτης]], δωρ. τ. [[ἁγέτης]] και [[ἀγέτης]], θηλ. [[ἡγέτις]], δωρ. τ. [[ἁγέτις]])<br />[[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] («πολιτικοί ηγέτες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηγε</i>- (του [[ἡγέομαι|ηγέομαι]], [[ηγούμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[ευεργέτης]], [[καταθέτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡγέτης:''' -ου, ὁ ([[ἡγέομαι]]), Δωρ. ἁγέτα, [[αρχηγός]], [[οδηγός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡγέτης]], ου, [[ἡγέομαι]]<br />a [[leader]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡγέτου, ὁ, Dor. ἁγέτης (ἀγ-), (ἡγέομαι) leader, voc. ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας AP6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1151] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
guide, chef.
Étymologie: ἡγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. (ἡγέομαι) ἡγεμών, ἀρχηγός, κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, αὐτόθι 7. 425.

Greek Monolingual

ηγέτης, ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέομαι, ηγούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέτης, καταθέτης)].

Greek Monotonic

ἡγέτης: -ου, ὁ (ἡγέομαι), Δωρ. ἁγέτα, αρχηγός, οδηγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡγέτης, ου, ἡγέομαι
a leader, Anth.