μικρόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikropous | |Transliteration C=mikropous | ||
|Beta Code=mikro/pous | |Beta Code=mikro/pous | ||
|Definition= | |Definition=μικρόπουν, gen. ποδος, [[small-footed]], Eust. 1502.26. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μικρόπους''': ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372. | |lstext='''μικρόπους''': ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικρόπους]] και ποιητ. τ. αρσ. [[μικρόπος]], -ουν (Μ)<br />αυτός που έχει μικρά πόδια, [[μικροπόδαρος]], [[κοντοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-[[πους]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
μικρόπουν, gen. ποδος, small-footed, Eust. 1502.26.
Greek (Liddell-Scott)
μικρόπους: ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372.
Greek Monolingual
μικρόπους και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, -ουν (Μ)
αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + πούς (πρβλ. μεγαλό-πους)].