μετελευστέον: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metelefsteon | |Transliteration C=metelefsteon | ||
|Beta Code=meteleuste/on | |Beta Code=meteleuste/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must punish]], Luc.''Fug.''22. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετελευστέον:''' Luc. adj. verb. к [[μετέρχομαι]] 7. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετελευστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μετέρχομαι]], πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. [[μετελευστέον]] τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154. | |lstext='''μετελευστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μετέρχομαι]], πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. [[μετελευστέον]] τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετελευστέον:''' ρημ. επίθ., [[κάτι]] που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 25 August 2023
English (LSJ)
one must punish, Luc.Fug.22.
Russian (Dvoretsky)
μετελευστέον: Luc. adj. verb. к μετέρχομαι 7.
Greek (Liddell-Scott)
μετελευστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετέρχομαι, πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. μετελευστέον τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154.
Greek Monotonic
μετελευστέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ.