μελλητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melliteon | |Transliteration C=melliteon | ||
|Beta Code=mellhte/on | |Beta Code=mellhte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must delay]], E.''Ph.''1279, Ar. ''Ec.''876, Pl.''Criti.''108e. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελλητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε. | |lstext='''μελλητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλλω]], [[κάτι]] που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adj. verb. zu [[μέλλω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
one must delay, E.Ph.1279, Ar. Ec.876, Pl.Criti.108e.
Greek (Liddell-Scott)
μελλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε.
Greek Monotonic
μελλητέον: ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.
German (Pape)
adj. verb. zu μέλλω.