φυλλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fylleion
|Transliteration C=fylleion
|Beta Code=fullei=on
|Beta Code=fullei=on
|Definition=τό, mostly in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">green-stuff, small herbs</b>, such as mint and parsley, that were given into the bargain, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>469</span>; <b class="b3">φυλλεῖα ῥαφανίδων</b> radish-<b class="b2">tops</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span> 544</span> (anap.).</span>
|Definition=τό, mostly in plural, [[green-stuff]], [[small herbs]], such as mint and parsley, that were given into the bargain, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''469; <b class="b3">φυλλεῖα ῥαφανίδων</b> radish-[[tops]], Id.''Pl.'' 544 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φυλλεῖον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., «φυλλεῖα τὰ τῶν λαχάνων, ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα» (Ἡσύχ.)· ἐς τὸ [[σπυρίδιον]] ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, «[[οἷον]] εὐτελῆ καὶ μεμαραμμένα τῶν λαχάνων φύλλα· τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσι…, καλεῖται δὲ φυλλεῖα καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 469· ῥαφανίδων φυλλεῖα, τὰ φύλλα αὐτῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 544· πρβλ. [[φύλλιον]].
|lstext='''φυλλεῖον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., «φυλλεῖα τὰ τῶν λαχάνων, ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα» (Ἡσύχ.)· ἐς τὸ [[σπυρίδιον]] ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, «[[οἷον]] εὐτελῆ καὶ μεμαραμμένα τῶν λαχάνων φύλλα· τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσι…, καλεῖται δὲ φυλλεῖα καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 469· ῥαφανίδων φυλλεῖα, τὰ φύλλα αὐτῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 544· πρβλ. [[φύλλιον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[φύλλον]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ φυλλεῖα</i><br />α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως [[είναι]] ο [[μαϊντανός]] και ο [[δυόσμος]]<br />β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥαφανίδων φυλλεῖα» — τα φύλλα από το [[ραπάνι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φυλλεῖον:''' τό, [[συνήθως]] σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η [[μέντα]] και ο [[μαϊντανός]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φυλλεῖον]], ου, τό,<br />[[mostly]] in plural [[green]]-[[stuff]], [[small]] herbs, [[such]] as [[mint]] and [[parsley]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλεῖον Medium diacritics: φυλλεῖον Low diacritics: φυλλείον Capitals: ΦΥΛΛΕΙΟΝ
Transliteration A: phylleîon Transliteration B: phylleion Transliteration C: fylleion Beta Code: fullei=on

English (LSJ)

τό, mostly in plural, green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, that were given into the bargain, Ar.Ach.469; φυλλεῖα ῥαφανίδων radish-tops, Id.Pl. 544 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Laubwerk, allerlei Blätter von Küchengewächsen, Grünzeug; bes. die Zugabe von Raute, Coriander, Münze, Petersilie u. ähnlichen würzhaften Kräutern, die man beim Einkauf der Gartengewächse bekam; Hesych.; ῥαφανίδων φυλλεῖα und ἰσχνὰ φυλλεῖα Ar. Plut. 544 Ach. 449, Schol. τὰ ἀπολεπίσματα τῶν λαχάνων.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλεῖον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., «φυλλεῖα τὰ τῶν λαχάνων, ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα» (Ἡσύχ.)· ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, «οἷον εὐτελῆ καὶ μεμαραμμένα τῶν λαχάνων φύλλα· τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσι…, καλεῖται δὲ φυλλεῖα καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 469· ῥαφανίδων φυλλεῖα, τὰ φύλλα αὐτῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 544· πρβλ. φύλλιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α φύλλον
συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῖα
α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος
β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών
2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῖα» — τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

φυλλεῖον: τό, συνήθως σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η μέντα και ο μαϊντανός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φυλλεῖον, ου, τό,
mostly in plural green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, Ar.