ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(Bailly1_1)
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyramoivikos
|Transliteration C=argyramoivikos
|Beta Code=a)rguramoibiko/s
|Beta Code=a)rguramoibiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a money-changer</b>: <b class="b3">ἡ-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), <span class="bibl">Poll.7.170</span>; personified, Luc.<b class="b2">Bis Acc</b>.13,24. Adv.-κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>10</span>.</span>
|Definition=ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, [[of a money changer]] or [[for a money changer]]: ἡ [[ἀργυραμοιβική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) = the [[art of money changing]], Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]] = [[like a money changer]] Id.''Hist.Conscr.''10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo al cambio de dinero]], [[τράπεζα ἀργυραμοιβική]] = [[mesa de cambio]], [[banco]] Theopomp.Hist.291, Did.<i>in D</i>.5.10, (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) Poll.7.170, 209<br /><b class="num"></b>dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν <i>PRev.Laws</i> 73.3 (III a.C.)<br /><b class="num"></b>subst. ἡ [[ἀργυραμοιβική]] = [[la banca]] Luc.<i>Bis Acc</i>.13, 24.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]] = [[a la manera de los cambistas]] ἀργυραμοιβικῶς [[ἐξετάζειν]] Luc.<i>Hist.Cons</i>.10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le change de l'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. -κως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
|lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. [[ἀργυραμοιβικῶς]], κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le change de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]].
|mltxt=[[ἀργυραμοιβικός]], -ή, -όν (Α) [[αργυραμοιβός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρᾰμοιβικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] στην [[ανταλλαγή]] δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀργυραμοιβός]]<br />of or for a [[money]]-changer, [[money]]-changing, Luc.:—adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Geldwechsler]] [[gehörig]]</i>, ἡ, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Geldwechslergeschäft, Luc. <i>Bis acc</i>. 13.34.<br><b class="num">• Adv.</b> [[ἀργυραμοιβικῶς]], Id. <i>Hist. scrib</i>. 10.
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 3 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρᾰμοιβικός Medium diacritics: ἀργυραμοιβικός Low diacritics: αργυραμοιβικός Capitals: ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΙΚΟΣ
Transliteration A: argyramoibikós Transliteration B: argyramoibikos Transliteration C: argyramoivikos Beta Code: a)rguramoibiko/s

English (LSJ)

ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, of a money changer or for a money changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη) = the art of money changing, Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς = like a money changer Id.Hist.Conscr.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero, τράπεζα ἀργυραμοιβική = mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
subst. ἡ ἀργυραμοιβική = la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. ἀργυραμοιβικῶς = a la manera de los cambistas ἀργυραμοιβικῶς ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

Greek Monolingual

ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.

Greek Monotonic

ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.

German (Pape)

zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13.34.
• Adv. ἀργυραμοιβικῶς, Id. Hist. scrib. 10.