πολυμιξία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymiksia
|Transliteration C=polymiksia
|Beta Code=polumici/a
|Beta Code=polumici/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πολυμιγία]], αἱ π. τῶν σπερμάτων <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>250</span> (= Metrod.<span class="title">Fr.</span>1).</span>
|Definition=ἡ, = [[πολυμιγία]], αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.''Fr.''250 (= Metrod.''Fr.''1).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πολυμιγία]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πολυμιγία]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύμικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πολυγαμία]]<br /><b>2.</b> [[κακοφωνία]] από πολλές φωνές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυμιγία]], [[ανάμιξη]] διαφορετικών συστατικών<br /><b>2.</b> [[μίξη]], [[συνεύρεση]] με [[πολλά]] θηλυκά άτομα.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυμιξία:''' ἡ Plut. = [[πολυμιγία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμιξία Medium diacritics: πολυμιξία Low diacritics: πολυμιξία Capitals: ΠΟΛΥΜΙΞΙΑ
Transliteration A: polymixía Transliteration B: polymixia Transliteration C: polymiksia Beta Code: polumici/a

English (LSJ)

ἡ, = πολυμιγία, αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1).

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. πολυμιγία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμικτος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού
μσν.
1. πολυγαμία
2. κακοφωνία από πολλές φωνές
μσν.-αρχ.
1. πολυμιγία, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών
2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.

Russian (Dvoretsky)

πολυμιξία: ἡ Plut. = πολυμιγία.